εγκάρδιος

εγκάρδιος
-α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)
αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)
μσν.
(για αδερφό) γνήσιος
αρχ.-μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδια
αυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφα
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδία
ονομασία πολύτιμου λίθου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιον
η καρδιά, η ψίχα τού ξύλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκάρδιος — in the heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκάρδιος — α, ο επίρρ. α που βρίσκεται στην καρδιά ή που βγαίνει από την καρδιά, θερμός, ειλικρινής: Εγκάρδιος φίλος. – Εγκάρδια λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκαρδίως — ἐγκάρδιος in the heart adverbial ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρδιον — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc sg ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίοις — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίου — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίους — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίων — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαρδίῳ — ἐγκάρδιος in the heart masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάρδια — ἐγκάρδιος in the heart neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”