- εγκάρδιος
- -α, -ο (AM ἐγκάρδιος, -ον)αυτός που υπάρχει στην καρδιά ή προέρχεται από αυτήν, αληθινός, ειλικρινής («εγκάρδια συγχαρητήρια»)μσν.(για αδερφό) γνήσιοςαρχ.-μσν.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκάρδιααυτά που βρίσκονται μέσα στην καρδιά, τα απόκρυφααρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐγκαρδίαονομασία πολύτιμου λίθου2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐγκάρδιονη καρδιά, η ψίχα τού ξύλου.
Dictionary of Greek. 2013.